Παρατηρητές τζαμαρίας

Πίσω από τη τζαμαρία στο καφέ μέσα: εκεί “στήνονται” οι παρατηρητές, δηλαδή όσοι γυροφέρνουν τα μάτια δεξιά αριστερά, ψηλά χαμηλά, κατά μήκος κάθε αόρατης γραμμής μέσα στο χώρο. Αυτοί που δεν ησυχάζουν στιγμή – γλυκοφιλούν κάθε κίνηση στο χώρο και το χρόνο, βασανίζονται μέσα στα πλαίσια που έχουν καθιερωθεί από τα διάφορα.

Γι’αυτό θα τους βρεις πίσω από τζάμια – μέσα στα όρια, το τζάμι αυτό, αυτή τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ κλεισίματος σε ένα χώρο όπου λίγο πολύ τα υπόλοιπα δίποδα ελέγχουν τα γύρω δίποδα (οι αποστάσεις είναι ιδιαίτερα μικρές οπότε και αυτό συμβάλλει στην εντονοποίηση του φαινομένου αυτού) και του ευρύτερου πεδίου κίνησης έξω, πέρα από το τζάμι.

Μα εκείνος ο παρατηρητής γνωρίζει γιατί “στήνεται” με τέτοιο τρόπο, δηλαδή το βλέμμα ομπρός στο έξω της τζαμαρίας και με τη πλάτη γυρισμένη στο πίσω – ξωπίσω το κλείσιμο και τα υπόλοιπα δίποδα. Συχνά φαντάζεται λοιπόν ο παρατηρητής αυτός ιστορίες να ξεδιπλώνονται μέσα στην έλλειψη τζαμιού: ο ίδιος παρατηρητής μέσα στο χώρο και το χρόνο δίχως τη προστατευτική γραμμή της τζαμαρίας, να κουνά τις κόρες μαζί με το κρανίο δεξιά αριστερά, ψηλά χαμηλά, κατά μήκος κάθε αόρατης γραμμής μέσα στο χώρο και το χρόνο για αρκετή ώρα – όση ώρα θέλει τέλος πάντων.

Τα δίποδα να σκάνε από παντού με βαριά βλέμματα για να του πουν εκείνο που σκοτώνει κάθε παρατηρητή, δηλαδή πως τίποτα δεν υπάρχει προς παρατήρηση – μονάχα το καθιερωμένο από τα διάφορα πλαίσιο παρατήρησης. Θαρρεί κανείς πως η παρατήρηση, η περιέργεια μόνο αποδεκτές με απόλυτα φυσικό τρόπο είναι στη παιδική ηλικία, μα ο παρατηρητής της τζαμαρίας ετών 30 και άνω πια μοιάζει να αγνοεί το διαχωρισμό αυτό. Δύο μακριές γραμμές αόρατες στο κρανίο μέσα:

“Ο κόσμος να γεμίσει με παρατηρητές τζαμαρίας… οι πλανήτες όλοι που αιωρούνται πέρα στο λαμπερό σύμπαν μέσα να γεμίσουν παρατηρητές τζαμαρίας…”

 

Το ίδιο σώμα και πρόσωπο σε χωροχρόνους μέσα

κ’ οι κόρες συναντήσανε τζαμί κ’ εχόρευαν σα να ‘τανε μετρέσα.

Μετρέσα που δε λογάριαζε οι άλλοι τί να λένε

το λίκνισμα επέταγε δεξιά αριστερά, ψηλά ή χαμηλά

ομπρός στο τζάμι στάθηκε, εβίγλιζε τ’απέξω,

τα νώτα της ανάποδα στις άλλες διεισδύσεις

μονάχη δεν την ένοιαζε οπίσω από το τζάμι

που το παιδί κατέβαινε τη ψίχα της να πάρει.

Καθάρια από τα βλέμματα με βάρος και καημούς

λυπάται πια, βαρέθηκε τους αναστεναγμούς.

 

Με τζαμαρίες τα’ί’στε τους να νιώσουν το μετάξι

και μέσα στο κρανίο τους μέλι να τους στάξει.

Να ‘χουν τη δίψα και τη κούραση, εκείνες του παιδιού,

πότε το φρένο, πότε το γκάζι με τη χάρη του βουβού.

 

Το φως του πύρηνου σβώλου να σκάει σε δέρματα

που ξέρουν να το φιλέψουν,

γλυκοφιλήματα της κίνησης τα δίποδα να ξαναζωντανέψουν.

 

Κολύμπι φρέσκο, τρυφερό στα ίδια μάτια μέσα

και στο κρανίο το στρόγγυλο

τα σούξου μούξου ολόγυμνα διχώς καμία μπέσα.

 

Γλυκύτατοι και φίλτατοι παρατηρητές τζαμαρίας,

ετσί παντού να στήνεστε σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Τα δίποδα, τα δίποδα κ’ αν σας περικυκλώνουν

καθείς το ξέρει πια καλά τί κάνουν, τί σκαρώνουν.

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s