Από τη μία προς την άλλην άκρη,
στο πέρασμα της γέφυρας
θα έβλεπες στ᾽αριστερά σου
σα χρυσαφένιες μπουκλίτσες από τον ήλιο απάνω στο νερό
σε πολλαπλά πηδήματα
χωρίς κανέναν προκαθορισμένο ρυθμό.
Στα δεξιά άμα θα γύριζες το βλέμμα να κοιτάξει
άλλο νερό θα έβλεπες
που έξυπνα το πέτρωμα χωρίζει αυτά τα δυό,
δηλαδή το φως από το σκοτάδι.
Ετούτη λοιπόν η μεριά, η άλλη, κρατά τα νερά της σκοτεινά
και οι σκιές ψυχραίνουνε κάθε κίνηση που θα φάνταζε πλαστικιά.
Για φαντάσου ετούτο το μικρό κεφαλάκι
που με το νου του
τρέφει την οφθαλμαπάτη
Έτσι νομίζει προχωρεί πάνω σε πέτρινο ακροβατικό σκοινί
και όχι σε γεφύρι·
μα έτσι πρέπει να ᾽ναι δηλαδή,
μιας και ο άνεμος με φόρτσα χτυπάει το
καταμεσής του γεφυρώματος κινούμενο σώμα.
Αυτό άμα το έβλεπες από κάπου μακρυά ή και κοντά,
αφημένο με κάθε φυσικότητα ήτανε σε κάθε σπρώξιμο του ανέμου·
μήτε να αντισταθεί, μήτε να φοβηθεί
ο άνεμος το ήθελε προς τ᾽αριστέρα
– χωμένο – πεσμένο μες τις μπούκλες, του ήλιου τα υδάτινα τριχιά.
Λίγο προτού συμβεί,
ο χρόνος με τη κίνηση διαλέξανε μιαν άλληνε στιγμή·
δηλαδή το σώμα το ακροβατικό είχε πια φτάσει στην άλλην άκρη
και κάπως έτσι ο άνεμος θα έψαξε για άλλον ακροβάτη
που να μπορεί να αφεθεί λεύτερος πάνω σε πέτρινο σχοινί
και στην όποια μέση κάθε χωρίσματος.