A rather old story from my lifetime in Berlin. The original was written in Greek, but at some point there will be a translation into English.
Μία παλιά ιστορία από τις ημέρες της ζωής μου στο Βερολίνο.
Στο ποτάμι, κάπου στις όχθες του Μάιμπαχούφερ (το υδάτινο στοιχείο μέσα στη πόλη)· λωρίδες υδάτινες, κοντές, μακριές, παχιές, λεπτές… Άνθρωποι με κρεμασμένα πόδια στον αέρα. Θάμνοι που ξεχύνονται περήφανα παντού στις όχθες, φουσκώνουν γεμάτοι ζωντάνια. Είναι η εποχή τους – γιατί τώρα, αυτή δεν είναι πια η εποχή του πάγου. Είναι η εποχή της ηλιαχτίδας και του φωτός. Η εποχή της αντανάκλασης απάνω στις ρυτίδες νερού που χορεύουν ασταμάτητα η μία δίπλα από την άλλη. Νομίζεις ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω – τίποτα που να μπορούσες να κάνεις μόνος, να απολαύσεις μόνος. Πόσο έλειψε από αυτό το κόσμο η παρατήρηση – πόσο λείπει η παρατήρηση. Η παρατήρηση ως μέσο αυτοδιασκέδασης – «ένας μικρός αυτοσχεδιασμός προς διασκέδαση μας και τον άλλων!». Όπως όταν ήμασταν παιδιά και πιάναμε στα χέρια μας κάτι καινούργιο. Αρκετός ο χρόνος μέσα στη παρατήρηση. Τότε ακόμη μη συνειδητή στο μεγαλύτερό της μέρος της. Τώρα πέρασε κάθε ενθουσιασμός της παρατήρησης. Τίποτα δε μοιάζει καινούργιο. Και αν μοιάζει, μοιάζουν οι άνθρωποι ανίκανοι να βιώσουν τον ενθουσιασμό του καινούργιου. Κάθε παιχνίδι βγαίνει με έναν αναστεναγμό και μία περίεργη δυσφορία.
Όλα περνούν τόσα γρήγορα, δίχως να απολαύσουν τους αργούς ρυθμούς της όλης διαδικασίας της παρατήρησης και της αξίας στη τελευταία πρόταση του συνομιλητή τους που μπορεί να είναι πρόσκληση για ζωή και παιχνίδι.
Εκεί στο ποτάμι λοιπόν, θυμάμαι, μας χωρίζει μόνο ένας θάμνος από την αποκάλυψη – από το να πέσουμε η μία στην άλλη απάνω – ή η μία απάνω στις άλλες. Εγώ είμαι η μία. Εκείνες είναι οι άλλες. Δύο γυναικείες φωνές στην άλλη μεριά του θάμνου. Δίπλα μου. Από την αρχή που τις είδα να κατεβαίνουν το μικρό χωματόδρομο για να φτάσουν στη πέτρινη όχθη του ποταμιού κατάλαβα ότι είχαν συναντηθεί εκεί για να έρθουν σε διαφωνία – με στόχο ενδεχομένως να δώσουν μία λύση. Μόνο που η προσπάθεια ανεύρεσης λύσης κάποιες φορές τυχαίνει να περνάει μέσα από στενούς σωλήνες, όπου το οξυγόνο μοιάζει μάλλον να λιγοστεύει και η πίεση να αυξάνεται συνεχώς (κεφάλια που εκρύγνονται, στον αέρα σπάνε). Και παρόλο που είχα αυτή την ικανότητα να νιώσω όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν και ότι δηλαδή δε θα είναι ιδιαίτερα ευχάριστα, αποφάσισα να μείνω εκεί – στην άλλη πλευρά του θάμνου. Εξάλλου πάντοτε έδινα μεγάλες μάχες προκειμένου να ανιχνεύσω τη καλύτερη δυνατή θέση στην όχθη δίπλα στο ποτάμι. Και αυτή τη φορά ήταν – έως τότε τουλάχιστον – η καλύτερη θέση που είχα ποτέ μου – στην εποχή του φωτός ψάχνει εκείνες τις θέσεις που συγκεντρώνουν υπέροχες δοσολογίες φωτός και σκιάς την ίδια στιγμή. Ναι, είναι η εποχή που τα θες όλα. Νομίζεις θα τα ζήσεις όλα. Μόνοι ποιά είναι αυτά τα όλα. Αυτές οι θέσεις λοιπόν είναι περιζήτητες. Και εγώ το γνωρίζω. Έτσι ανίχνευσα απάνω στη περπατησιά μου εκείνο το μικρό δρομάκι από χώμα να κατηφορίζει προς το ποτάμι και πλησίασα κατευθείαν – σα πεινασμένο ζώο προς αναζήτηση τροφής – έτσι ήθελα να ρουφήξω κάθε αντανάκλαση, κάθε μυρωδιά, χρώμα, ιπτάμενο έντομο… Όλα… Άπλωσα λοιπόν και αφέθηκα. Οι μικρές ρίζες ενός δέντρο παραδίπλα είχαν καλωδιωθεί και φτάσει μέχρι το μέρος όπου βρισκόμουν ξαπλωμένη και τις ένιωθα να χτυπούν τις πόρτες της πλάτης μου – απάνω στα κόκκαλα μου. Ήξερα ότι μάλλον δε θα αντέξω και πολύ. Οπότε μετακινήθηκα προς τα κάτω, όλο προς το ποτάμι. Κρέμασα τα πόδια μου και είχα κατέβει δηλαδή τώρα πιο κάτω. Όλο το σώμα συρταροτά προς τα κάτω. Μία κίνηση. Μέσα από τις φυλλωσιές μου χαμογελούσαν οι ηλιαχτίδες που μου φιλούσαν το πρόσωπο δίχως να ζητούν τίποτα σε αντάλλαγμα. Απλά με φιλούσαν και εγώ δάκρυζα από γλυκιά ευτυχία και ηρεμία.
Στα τρία βήματα παραδίπλα, στην άλλη μεριά του θάμνου, έπαιζε άλλη σκηνή. Θαρρείς και όλοι εκείνοι που περνούσαν μπροστά μας με τα τροφαντά τους φουσκωτά βαρκάκια παρακολουθούσαν δύο σκηνές παράλληλες με μόνο διαχωριστικό αυτό το θάμνο. Προσπάθησα να φανταστώ πώς θα ήταν εάν δε μας χώριζε διακριτικά ο θάμνος αυτός. Μάλλον άρχισα να νιώθω κάτι σαν ξεγυμνωμένη, γεμάτη ντροπή. Υποθέτω λίγοι την βρίσκουν να γίνονται μέρος και μάρτυρες καυγάδων. Φυσικά υπάρχουν και εκείνοι που το διασκεδάζουν. Δεν έχω αποφασίσει – παρόλο την αίσθηση γύμνωσης μου σε περίπτωση έλλειψης βλάστησης ανάμεσα μας – ακόμη τί από τα δύο. Ίσως και τα δύο. Σίγουρα αποφάσισα ότι δεν έμεινα επειδή με έκαιγε να μάθω όσα έλεγαν ή να μπω μυστικά στις ζωές τους. Πολύ περισσότερο έμεινα γιατί με ενδιέφερε ακούγοντας να φιλτράρω οτιδήποτε που μοιάζει πολυειπωμένο σε τέτοιες συζητήσεις και να προσπαθήσω να κατανοήσω όλα όσα φέρνουν τους ανθρώπους σε αντιπαράθεση – όλα όσα ενοχλούν τους ανθρώπους – όλα όσα μοιάζει να μη καταλαβαίνουν όταν βρίσκονται σε συνδυασμό με ακόμη έναν άνθρωπο…
Οι δύο γυναίκες πασχίζουν να καταλάβουν, πασχίζουν να βρουν όλα εκείνα που τις ενοχλούν. Σύντομα καταλαβαίνω ότι η σχέση των δύο γυναικών είναι παραπάνω από πλατωνική. Ναι, δεν είναι η μαρκίζα, απλά η ανάγκη τοποθέτησης των καταστάσεων σε ένα συγκεκριμένο σχεσιακό σύστημα με γραμμές που απλώνονται και ενώνονται πέρα για πέρα σε συνδέσεις. Τοποθετώ λοιπόν τη σχέση των δύο γυναικών σε ένα σχεσιακό σύστημα όπου σίγουρα υπάρχει σωματική επαφή και μεγάλα φορτία σε συναίσθημα – οποιοδήποτε συναίσθημα, πάντως έντονη συναισθηματική αλληλεπίδραση. Παρόλο που τοποθετώ σχεδόν κατηγορικά (σε κατηγορίες) τη σχέση των δύο γυναικών σε ένα σύστημα φροντίζω να καθαριστώ πριν λάβω οποιαδήποτε νέα πληροφορία που θα εισχωρήσει από το ακουστικό μου σύστημα δηλαδή να καθαριστώ από κάθε παγιωμένη ιδέα, κάθε μοτίβο – να προσλάβω την ιστορία αυτή σα να μην έχει υπάρξει ποτέ άλλη ούτε καν παρόμοια – σα να μην έχει υπάρξει ποτέ άλλη ιστορία ποτέ. Σα τα παιδιά προτού κοιμηθούν και μια νέα ιστορία να ακούσουν ζητούν δίχως να περιμένουν να πουν κάτι απαραίτητα – να ρωτούν θέλουν ύστερα. Μα οι ερωτήσεις καλές.
Είμαι σίγουρη ότι οι δύο γυναίκες με έχουν προσέξει. Ξέρουν ότι βρίσκομαι εκεί στην άλλη πλευρά του θάμνου. Μάλιστα μπορούν μέσα από τα μικρά περάσματα που δημιουργούν οι φυλλωσιές, σα φυσικό σουρωτήρι μεγάλης εμβέλειας όμως, να δουν κομμάτια της ύπαρξης μου – εκεί να στέκομαι και να κυνηγάω με το πρόσωπο το φως του ήλιου. Σίγουρα με είδαν επίσης κατηφορίζοντας το μικρό δρομάκι προς την όχθη για διαλέξουν ύστερα το άλλο φυσικό δωμάτιο με διαχωριστικό τον περήφημο αυτό θάμνο.
Τέλος μέρους πρώτου