Στη πόλη των σκωληκιών και των χαμηλών αμπελιών, με τον ήλιο να σέρνεται εναλλάξ εκατέρωθεν, διαμέσου τους κάπως θερμότερος από τον βορινό ήλιο της Τζερμάνια που με συνήθιζα μήνες τώρα· εκεί θα αδειάσει η λοκομοτίβα τους ταξιδιώτες – ο καθένας στο σκοπό του. Την ίδια ρούτα έχω ξανακάμει με τον ίδιο στόχο: Η πόλη των σκωλικιών μικρή, παραμυθένια, σα να μην αγγίζεται από τα δάκτυλα του χρόνου. Ξεκίνησαν να με φέρνουν με το αμάξι μέσω Ιταλίας, τότε Ελβετία επίσης – θα ήμουν περί τα τέσσερα. Από τότε επέστρεφα ανά διαστήματα στη φυσαλίδα αυτή – θα ήταν όντως μια πόλη σε σχήμα φούσκας που θα γινόταν όλο και μικρότερη κάθε φορά που ο καιρός θα φάλτσαρε: Όλοι θα μαζεύονταν στα σπίτια, στα ψώνια, αναμονή για τα Χριστούγεννα και τις εκκλησίες.
Η αγγλική λέξη “worms” σημαίνει σκουλήκια. Έτσι ονομάζεται και η πόλη που με φωνάζει κάθε τρεις και λίγο, σε διάφορες ηλικίες ανα διαστήματα, να αναβιώσω τη ζωή της μάνας μου: ένα κάρο ατελείωτα περάσματα μέσα από το σώμα και την πιθανή ψυχή της. Η γερμανική λέξη για τα σκουλήκια παρόλο αυτά είναι “Würmer” (ενικός Wurm). Ο κόσμος της μάνας, το φτιάξιμο και η στόφα της. Σαν πατάω πόδι κάθε που στέκομαι με τα ντακουνάκια μου στα γερμανικά, μεσαιωνικά καρόστρωτα, είναι σα μέσα από τα μάτια μου να βλέπει η μάνα μου. Δεν είναι πια δικά μου ζευγάρια μάτια, δεν είμαι πια εγώ και ούτε που ξέρω κιόλας καμία πραγματικότητα του μεγαλώματος της μάνας εδώ που βρίσκομαι χρόνια μετέπειτα εγώ ως επισκέπτρια. Μα ομολογώ ότι ένα αόρατο πράμα μου ταρακουνάει τα στήθη, τρυπώνει μέσα μου και με πετάει στους ανέμους. Η ελαφρότητα μου πέρα για πέρα αισθητή. Η περιεργειά μου μεγάλη.
Είναι τέλος Οκτώβρη, μα οι μέρες φέρονται γενναιόδωρα μαζί με τον καιρό κύρη να κερνάει γλυκόκρασο άφθονο. Σίγουρα σα ταξιδιώτισσα έχω σκοπό – όχι μόνο έναν φυσικά, οπότε φροντίζω για το απαραίτητο χάος και έτσι για τη φυσική πρόκληση απανωτών ερεθισμάτων. Θα βρεθώ σύντομα σε μία πέρα για πέρα φυσική κατάσταση μέθης, όπου το εσωτερικό της κεφαλής μου θα μαλακώσει σαν εσωτερικό σαλιγκαριού: χαμόγελο δίχως συγκεκριμένο σκοπό και στενά τετ α τετ με το σε υπέροχη, θελκτική θερμοκρασία τζάμι του λεωφορείου, έτοιμο, διπλοφουρνισμένο με τη βοήθεια του ηλίου. Το κόκκινο λεωφορείο με τις μπλε βελουτέ θέσεις στο εσωτερικό του, θα μας ανεβάσει σιγά σιγά στο λόφο κάπου βόρεια στα περίχωρα της πόλης, εξωτερικά λιγάκι. Είχα ξαναβρεθεί στο λόφο αυτό με το περίεργο – μάλλον άψυχο – όγκο τσιμέντου απάνω του και γύρω γύρω περικυκλωμένο από υπέροχα ευθυγραμμισμένες σειρές αμπέλια να προσπαθούν να τον ζωντανέψουν. Ευτυχώς οι βασικοί επισκέπτες του θα πρέπει να ήταν τέζα κατά την άφιξη τους εκεί. Φυσικά υποθέτω ελάχιστοι δίνουν αξία στις αισθητικές ή στη περιγραφή της αισθητικής όταν ετοιμάζονται να περάσουν τις πόρτες του νοσοκομείου. Μα σκέφτηκα ότι εάν κανείς ανήκει σε εκείνους που θα προσέξει, τότε στη προκειμένη θα βρει ενδεχομένως παρηγοριά κοιτάζοντας έξω από τις τζαμαρίες της τσιμεντένιας μάζας τις θαυμάσιες αμπελογραμμές που φτάνουν μέχρι το βάθος να συναντήσουν τους πελώριους ανεμοτροχούς – μεγάλα λουλούδια από μέταλλο και χάλυβδα.
Προτού την άφιξη σου στον τσιμεντένιο όγκο θα σε περάσει το λεωφορείο μέσα από τα στενά της πόλης των σκουληκιών: Φροντισμένα κηπάκια μινιόν, με αμέτρητα κουρέματα θάμνων: Ένας ολοζώντανος κατάλογος λουλουδικών – το καθένα στην εποχή του. Μερικά χαμόσπιτα και μερικό τριπάρισμα στη μπλε βελουτέ θέση του λεωφορείου, θα σε φέρουν πιο κοντά στη μικρά Αγγλία. Ναι, νομίζω είμαι μέρος βρετανικού κωμοπολιακού σκηνικού – δίχως καμία σημασία να έχει η έλλειψη πραγματικού ερεθίσματος, δηλαδή σύγκρισης και ταυτοποίησης με τη πραγματικότητα, μιας και όσα γνωρίζω για την Αγγλία είναι μονάχα μέσα από εικόνες και διηγήσεις. Το μάτι μοιάζει ποτέ να μη χορταίνει τους χορούς της φύσης, την ομορφιά της που ξεχύνεται ασταμάτητα και αποτυπώνεται παντού λες και δεν έχει τέλος – με αφήνω μέσα σε αυτή τη κατάσταση φυσικής μέθης, ενώ οι τέσσερις τροχοί εξακολουθούν να σκαρφαλώνουν όλο και πιο βόρεια.
Μια διακλάδωση γεμάτοι παρτέρια με κισσούς εδάφους να αφρίζουν από παντού και μερικά φθινοπωρινά φύλλα πεσμένα απαλά απάνω τους. Θεσπέσιες συνθέσεις που βρίσκουν τη θέση τους σε μια διασταύρωση του δρόμου. Εκεί και οι διαβάσεις που θα επιτρέψουν στα παιδόπουλα με τα τετράγωνα τσαντάκια τους να περάσουν με ασφάλεια την άσφαλτο. Εάν έστριβες το κεφάλι σου αριστερά θα έβλεπες ένα σχολείο και ένα κάρο κινούμενα χρώματα να ξεχύνονται από μέσα του: Μικρά παιδόπουλα. Τότε όλα γυρίζουν τα κεφάλια τους και με κοιτούν που έχω κολλήσει το δέρμα μου απάνω στο παράθυρο. Όλο μου το πρόσωπο μία τεράστια ζύμωση απάνω στο παράθυρο. Μεγάλη κολακεία το παιδικό ενδιαφέρον και τα παιδικά βλέμματα. Πάντα νόμιζα ότι τα παιδικά βλέμματα έχουν μεγαλύτερη αξία, μα είναι αρκετά δύσκολο να τα κάνεις να διαρκέσουν πολύ. Θα εξαφανιστούν όλα μαζί μπροστά από τη μούρη του λεωφορείου – τσουπ, τσουπ – και θα ξεκολλήσω το πρόσωπο για να γυρίσω να τα κοιτάξω. Φυσικά και βρίσκονται ήδη αλλού με το βλέμμα τους. Ήμουν προετοιμασμένη για αυτό. Αυτή τη φορά θα εφαρμόσω τη πλάτη στο τζάμι – φανταστική η εισχώρηση έξτρα θερμότητας στο σώμα μου. Υπερβολικά χαλαρή θα τεντώσω τα πόδια μου και στο δίπλα κάθισμα. Κανένας δε θα έρθει πια να κάτσει – ήδη έχουμε σκαρφαλώσει πολύ βόρεια, σχεδόν βλέπω το λόφο με το τσιμεντένιο κουτί απάνω. Το λεωφορείο σχεδόν άδειο.
Πίσω το επόμενο πρωί νωρίς θα έχω ξεχάσει τα ταξίδια με το λεωφορείο και θα εχω επικεντρωθεί στη περιγραφή του στενόμακρου δωματίου με το ένα παράθυρο και την κόκκινη χριστουγεννιάτικη κουρτίνα να κρέμεται με το χονδρό ύφασμα – το φως αδύνατο να περάσει από μέσα της. Ψωμολυσάει να πετάξει μερικές γραμμές του στο εσωτερικό του μικρού κουτιού, δηλαδαλή δωματίου. Εδώ θα πλαγιάσει, εδώ θα ξαποστάσει το σώμα που θα γιομίζει με όνειρα το κεφάλι της, να προβάλονται στους λευκούς, άτονους τοίχους, στη ντουλάπα με τα γυαλιστερά μπεζοπράσινα φύλλα με εφέ καθρέπτη που απλώνεται στη μία πλευρά του τοίχου. Ονειροπαγίδες τα σκόρπια έπιπλα και οι στιβάδες από πακεταρισμένα παλιά ρούχα. Πού είναι το ραπτάκι της θα αναρωτηθώ και τα σύνεργα της, τα κλωστάκια και τα μπλοκ της. Αυτά τα είχε φέρει κάποια στιγμή μαζί της από αυτό το δωμάτιο στο νέο της πια βενετσιάνικο σπιτικό μέσα στις ελιές: Kάτι τεράστια μπλοκ με μερικές φιγούρες μολυβένιες μέσα να αιωρούνται ανέμελα. Ψιλόλιγνες και απρόσωπες. Τα ρούχα σχεδιασμένα με λεπτομέρεια και μερικές λέξεις σκόρπιες θα έδιναν τις απαραίτητες, τελειωτικές κατευθύνσεις. Υποθέτω ότι το μεγαλύτερο σόου ελάμβανε χώρα στο εσωτερικό του κεφαλιού της – σίγουρα από εκεί “ψώνισα” την οπτική μου μνήμη – αργότερα τα ελεύθερα μου σχέδια, τις συλλογές μπλοκ μου με μολύβι και κάρβουνο. Το πάθος μου για τη φωτογραφία.
Είμαι μια άλλη κόρη που έρχεται να φυτευτεί στα ίδια μέρη μισά χρόνια μετέπειτα. Χορεύω προκλητικά σα μία άλλη δεύτερη μπροστά από τη θύμιση των στενά εμπλεκόμενων, χορεύοντας να γλιστράω τα δάχτυλα μου στα τοιχώματα της μνήμης τους – τα σενδούκια ενεργοποιούνται, ανοίγουν ένα ένα. Τώρα το σώμα, το πρόσωπο μου, όλα μου, θα γίνουν για λίγο εκείνη. Θα λιώσουμε σε ένα καλούπι μέσα. Εγώ και εκείνη. Μέχρι που θα με βρω επιστρέφοντας στο κουτί της μπροστά από τις παρατημένες πολύχρωμες μηχανές που δίνουν τσίχλες. Κάπου έξω στους δρόμους, στα πεζοδρόμια της πόλης. Πελώριες, κυλινδρικές τσίχλες σε διάφορα χρώματα που γίνονται δικές σου με μερικά κέρματα. Ήταν η χαρά της ξέρω μετά από το σχολείο. Οι τσίχλες, οι σοκολάτες, η ζάχαρη. Ζάχαρη μπόλικη να πέφτει σα νιφάδες χιονιού στη πόλη των σκωλικιών, σε ένα σπίτι μεταναστών, σε μερικές σειρές από λέξεις που όλα αυτά περιγράφουν. Μπόλικη ζάχαρη…